παταγητικός: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(31)
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
 
Line 6: Line 6:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παταγῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει πάταγο, [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει («[[κόσσυφος]] [[παταγητικός]] ἐξᾠδικοῡ γενόμενος», Κλήμ.).
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παταγῶ]]<br /><b>1.</b> αυτός που κάνει πάταγο, [[θορυβώδης]]<br /><b>2.</b> (για [[πτηνό]]) αυτός που κρώζει («[[κόσσυφος]] [[παταγητικός]] ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.).
}}
}}

Latest revision as of 20:15, 13 June 2022

German (Pape)

[Seite 534] klappernd, lärmend, Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

πᾰτᾰγητικός: -ή, -όν, ὁ παταγῶν, θορυβῶν, κόσσυφος παταγητικὸς ἐξ ᾠδικοῦ γενόμενος Κλήμ. Ἀλ. 221.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παταγῶ
1. αυτός που κάνει πάταγο, θορυβώδης
2. (για πτηνό) αυτός που κρώζει («κόσσυφος παταγητικός ἐξᾠδικοῦ γενόμενος», Κλήμ.).