σταιτίτης: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
m (Text replacement - "<b class="b3">ῑ], ου, ὁ</b>" to "ῑ], ου, ὁ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῡς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
|mltxt=και [[στατίτης]] και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α<br /><b>1.</b> ο [[σταίτινος]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] το λεξ. [[Σούδα]]) [[είδος]] άρτου<br /><b>3.</b> ([[κατά]] τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σταῖς]], <i>σταιτός</i> «[[ζυμάρι]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίτης]] (<b>πρβλ.</b> <i>μηλ</i>-[[ίτης]])].
}}
}}

Revision as of 20:20, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταιτίτης Medium diacritics: σταιτίτης Low diacritics: σταιτίτης Capitals: ΣΤΑΙΤΙΤΗΣ
Transliteration A: staitítēs Transliteration B: staititēs Transliteration C: staititis Beta Code: staiti/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ,= σταίτινος, Epich.52, Sophr.28.

German (Pape)

[Seite 928] ὁ, = σταίτινος, bes. ein Kuchen aus Weizenmehl; Epicharm. bei Ath. III, 110 b, vgl. XIV, 646 b; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

σταιτίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = τῷ προηγ., Ἐπίχ. παρ’ Ἀθην. 110Β.

Greek Monolingual

και στατίτης και δωρ. τ. σταιτίτας, ὁ, Α
1. ο σταίτινος
2. (κατά το λεξ. Σούδα) είδος άρτου
3. (κατά τον Επίχ.) «πλακοῦς ποιὸς ἐκ σταιτὸς καὶ μέλιτος».
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταῖς, σταιτός «ζυμάρι» + επίθημα -ίτης (πρβλ. μηλ-ίτης)].