συνεννοώ: Difference between revisions

From LSJ

Πυλάδη, σε γὰρ δὴ πρῶτον ἀνθρώπων ἐγὼ πιστὸν νομίζω καὶ φίλον ξένον τ' ἐμοί → Pylades for indeed I consider you, foremost among men, loyal and kind and a host to me (Euripides' Electra 82-83)

Source
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῦ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῡ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
|mltxt=συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />(μόνο το μέσ.) [[συνεννοούμαι]]<br />α) [[καταλήγω]] σε [[κοινή]] [[απόφαση]] με κάποιον ύστερα από [[ανταλλαγή]] σκέψεων<br />β) [[ανταλλάσσω]] σκέψεις («συνεννοούνται [[ακόμη]] και δεν [[είναι]] γνωστό [[πότε]] θα συμφωνήσουν»)<br />γ) [[κατανοώ]] κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν [[μπορώ]] να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)<br />δ) [[κάνω]] μυστική [[συμφωνία]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>μέσ.</b> [[φέρνω]] στον νου μου, [[θυμάμαι]] («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῦ», <b>Ευστ.</b>)<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[συλλογίζομαι]] [[μαζί]] ή συγχρόνως.
}}
}}

Revision as of 20:28, 13 June 2022

Greek Monolingual

συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) συνεννοούμαι
α) καταλήγω σε κοινή απόφαση με κάποιον ύστερα από ανταλλαγή σκέψεων
β) ανταλλάσσω σκέψεις («συνεννοούνται ακόμη και δεν είναι γνωστό πότε θα συμφωνήσουν»)
γ) κατανοώ κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν μπορώ να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)
δ) κάνω μυστική συμφωνία
μσν.
μέσ. φέρνω στον νου μου, θυμάμαι («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῦ», Ευστ.)
μσν.-αρχ.
συλλογίζομαι μαζί ή συγχρόνως.

Greek Monolingual

συνεννοῶ, -έω, ΝΜΑ
νεοελλ.
(μόνο το μέσ.) συνεννοούμαι
α) καταλήγω σε κοινή απόφαση με κάποιον ύστερα από ανταλλαγή σκέψεων
β) ανταλλάσσω σκέψεις («συνεννοούνται ακόμη και δεν είναι γνωστό πότε θα συμφωνήσουν»)
γ) κατανοώ κάποιον που και αυτός μέ καταλαβαίνει («δεν μπορώ να συνεννοηθώ με έναν Άγγλο»)
δ) κάνω μυστική συμφωνία
μσν.
μέσ. φέρνω στον νου μου, θυμάμαι («συνεννοησάμενος καὶ αὐτὸς τὸ τοῦ τραγικοῦ», Ευστ.)
μσν.-αρχ.
συλλογίζομαι μαζί ή συγχρόνως.