ἐπίστενος: Difference between revisions

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῡσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[ἐπίστενος]], -ον (Α) [[στενός]]<br />αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή [[ἀορτή]]... εὖ [[μάλα]] [[κοίλη]], προϊοῦσα δὲ ἐπιστενοτέρα», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπίστενος:''' (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.
|elrutext='''ἐπίστενος:''' (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.
}}
}}

Revision as of 20:35, 13 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίστενος Medium diacritics: ἐπίστενος Low diacritics: επίστενος Capitals: ΕΠΙΣΤΕΝΟΣ
Transliteration A: epístenos Transliteration B: epistenos Transliteration C: epistenos Beta Code: e)pi/stenos

English (LSJ)

ον, A contracted, Arist.HA514b23 (Comp.).

German (Pape)

[Seite 984] etwas eng, Arist. H. A. 3, 4.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίστενος: -ον, συνεσταλμένος, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 4, 7. ἐν τῷ συγκρ.

Greek Monolingual

ἐπίστενος, -ον (Α) στενός
αυτός που όσο προχωράει στενεύει («ή ἀορτή... εὖ μάλα κοίλη, προϊοῦσα δὲ ἐπιστενοτέρα», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

ἐπίστενος: (только в compar. ἐπιστενώτερος) сулившийся, суженный Arst.