διάστρεμμα: Difference between revisions

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460
m (Text replacement - "ποῑ" to "ποῖ")
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῑσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
|mltxt=το (AM [[διάστρεμμα]]) [[διαστρέφω]]<br />βίαιη [[μετατόπιση]] οστού από [[άρθρωση]], [[εξάρθρωση]], [[στραμπούλισμα]], [[βγάλσιμο]] («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)<br /><b>μσν.</b><br />[[διαφωνία]] || <b>αρχ.-μσν.</b> διαστρεβλωμένο [[πρόβλημα]] ή [[ζήτημα]] («ἐν πᾱσι τοῖς λοιποῖς τῶν ἐναντίων πρὸς ἡμᾱς προβλήμασι καὶ διαστρέμμασιν»).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.
|elnltext=διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.
}}
}}

Revision as of 09:40, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διάστρεμμα Medium diacritics: διάστρεμμα Low diacritics: διάστρεμμα Capitals: ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ
Transliteration A: diástremma Transliteration B: diastremma Transliteration C: diastremma Beta Code: dia/stremma

English (LSJ)

ατος, τό, A wrench, dislocation, Hp.Off.23.

Greek (Liddell-Scott)

διάστρεμμα: -ατος, τό, στρέβλωσις, ἐξάρθρωσις, Ἱππ. κατ᾽ Ἰητρ. 748.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
medic. dislocación, desviación Hp.Mochl.37, Off.23, Prorrh.2.10, Gal.18(2).888.

Greek Monolingual

το (AM διάστρεμμα) διαστρέφω
βίαιη μετατόπιση οστού από άρθρωση, εξάρθρωση, στραμπούλισμα, βγάλσιμο («ἐν τοῖσι πλευροῖσι διαστρέμματα ἔχουσι»)
μσν.
διαφωνία

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάστρεμμα -ατος, τό [διαστρέφω] geneesk., dislocatie.