ερετμόν: Difference between revisions
From LSJ
(14) |
m (Text replacement - "οῑσι" to "οῖσι") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐρετμόν]], τὸ (AM)<br /><b>1.</b> το [[κουπί]] («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ [[ἐρετμόν]]» — και να ορθώσεις [[πάνω]] στο [[μνήμα]] [[κουπί]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το αντρικό [[μόριο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το [[φτερό]] πτηνού («πτερύγων | |mltxt=[[ἐρετμόν]], τὸ (AM)<br /><b>1.</b> το [[κουπί]] («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ [[ἐρετμόν]]» — και να ορθώσεις [[πάνω]] στο [[μνήμα]] [[κουπί]], <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> το αντρικό [[μόριο]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> το [[φτερό]] πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῖσιν», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ερε</i>- του τ. [[ερέτης]], με διαφορετικό [[επίθημα]]. Η λ. μαρτυρείται από τον Όμηρο και τους ποιητές, ενώ στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται συνηθέστερα η λ. [[κώπη]]. Από τον τ. [[ερετμόν]] προέρχεται το μετονοματικό [[ερετμώ]] [[καθώς]] και το κύριο όνομα <i>Ερετμεύς</i> που απαντά στον Όμηρο, ο [[ίδιος]] δε ο τ. [[ερετμόν]] εμφανίζεται σε αρκετά [[σύνθετα]] ως β’ συνθετικό: [[δολιχήρετμος]], <i>εξήρετμος</i>, [[επήρετμος]], [[ευήρετμος]], [[ισήρετμος]], [[λευκήρετμος]], [[φιλήρετμος]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 09:40, 18 June 2022
Greek Monolingual
ἐρετμόν, τὸ (AM)
1. το κουπί («πῆξαι τ’ ἐπὶ τύμβῳ ἐρετμόν» — και να ορθώσεις πάνω στο μνήμα κουπί, Ομ. Οδ.)
2. μτφ. το αντρικό μόριο
3. μτφ. το φτερό πτηνού («πτερύγων ἐρετμοῖσιν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ερε- του τ. ερέτης, με διαφορετικό επίθημα. Η λ. μαρτυρείται από τον Όμηρο και τους ποιητές, ενώ στον πεζό λόγο χρησιμοποιείται συνηθέστερα η λ. κώπη. Από τον τ. ερετμόν προέρχεται το μετονοματικό ερετμώ καθώς και το κύριο όνομα Ερετμεύς που απαντά στον Όμηρο, ο ίδιος δε ο τ. ερετμόν εμφανίζεται σε αρκετά σύνθετα ως β’ συνθετικό: δολιχήρετμος, εξήρετμος, επήρετμος, ευήρετμος, ισήρετμος, λευκήρετμος, φιλήρετμος.