πιαντήριος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ὅλον τόδε ποσαπλάσιον τοῦδε γίγνεται → how many times greater is this whole sum than that one

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[πάχυνση]], για [[θρέψη]], [[θρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιαντήρια</i><br />οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῑς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήριος</i>, <i>πλυν</i>-<i>τήριος</i>)].
|mltxt=-ία, -ον, Α<br /><b>1.</b> [[κατάλληλος]] για [[πάχυνση]], για [[θρέψη]], [[θρεπτικός]]<br /><b>2.</b> (<b>το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ πιαντήρια</i><br />οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῖς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πιαίνω]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήριος</i> (<b>πρβλ.</b> <i>θερμαν</i>-<i>τήριος</i>, <i>πλυν</i>-<i>τήριος</i>)].
}}
}}

Revision as of 14:54, 18 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῑαντηριος Medium diacritics: πιαντήριος Low diacritics: πιαντήριος Capitals: ΠΙΑΝΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: piantḗrios Transliteration B: piantērios Transliteration C: piantirios Beta Code: pianthrios

English (LSJ)

α, ον, A fattening : τὰ π. fattening food, Hp.Loc.Hom. 28.

German (Pape)

[Seite 612] zum Fettmachen, Mästen, Düngen gehörig, geschickt, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

πῑαντήριος: -α, -ον, ὁ πιαίνων, παχύνων, τὰ πιαντήρια, τροφὴ πιαίνουσα, παχύνουσα, Ἱππ. 418. 26.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
1. κατάλληλος για πάχυνση, για θρέψη, θρεπτικός
2. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ πιαντήρια
οι παχυντικές, οι θρεπτικές τροφές («τρέφε καὶ λουτροῖς καὶ πιαντηρίοις», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πιαίνω + επίθημα -τήριος (πρβλ. θερμαν-τήριος, πλυν-τήριος)].