έποχος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(14)
 
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἔποχος]], -ον [[επ</i>-<i>έχω]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με μεταφορικό [[μέσο]] («ἐπόχους πολλοῑς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κάθεται [[σταθερά]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>3.</b> ο γυμνασμένος στην [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[πλωτός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> ο εμπνεόμενος από [[μανία]], [[τρελός]].
|mltxt=[[ἔποχος]], -ον [[επ</i>-<i>έχω]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με μεταφορικό [[μέσο]] («ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κάθεται [[σταθερά]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>3.</b> ο γυμνασμένος στην [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[πλωτός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> ο εμπνεόμενος από [[μανία]], [[τρελός]].
}}
}}

Latest revision as of 14:55, 18 June 2022

Greek Monolingual

ἔποχος, -ον [[επ-έχω]] (Α)
1. αυτός που μετακινείται με μεταφορικό μέσο («ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», Αισχύλ.)
2. εκείνος που κάθεται σταθερά πάνω στο άλογο
3. ο γυμνασμένος στην ιππασία
4. πλωτός
5. μτφ. ο εμπνεόμενος από μανία, τρελός.