έποχος: Difference between revisions
From LSJ
Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich
(14) |
m (Text replacement - "οῑς" to "οῖς") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἔποχος]], -ον [[επ</i>-<i>έχω]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με μεταφορικό [[μέσο]] («ἐπόχους | |mltxt=[[ἔποχος]], -ον [[επ</i>-<i>έχω]] (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που μετακινείται με μεταφορικό [[μέσο]] («ἐπόχους πολλοῖς ἅρμασιν ἐξορμῶσιν», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[εκείνος]] που κάθεται [[σταθερά]] [[πάνω]] στο [[άλογο]]<br /><b>3.</b> ο γυμνασμένος στην [[ιππασία]]<br /><b>4.</b> [[πλωτός]]<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> ο εμπνεόμενος από [[μανία]], [[τρελός]]. | ||
}} | }} |