ψημύθιον: Difference between revisions

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source
(47c)
mNo edit summary
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=psimythion
|Transliteration C=psimythion
|Beta Code=yhmu/qion
|Beta Code=yhmu/qion
|Definition=ψημυθιόω, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> v. [[ψιμύθιον]], [[ψιμυθιόω]].</span>
|Definition=[[ψημυθιόω]], v. [[ψιμύθιον]], [[ψιμυθιόω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α<br /><b>βλ.</b> [[ψιμύθιο]].
|mltxt=το / [[ψιμύθιον]], ΝΜΑ, και [[ψιμμύθιον]] και [[ψιμίθιον]] και [[ψιμμίθιον]] και [[ψίμιθον]] και [[ψημύθιον]] Α<br />[[σκόνη]] ανθρακικού μολύβδου με [[λευκό]] [[χρώμα]], την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το [[πρόσωπο]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> καλλυντικό, φτειασίδι<br /><b>2.</b> το [[λευκό]] [[χρώμα]] που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Παρλλ. τ. του [[ψίμυθος]], με [[επίθημα]] -<i>ιον</i>].
}}
}}

Latest revision as of 16:55, 29 June 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψημύθιον Medium diacritics: ψημύθιον Low diacritics: ψημύθιον Capitals: ΨΗΜΥΘΙΟΝ
Transliteration A: psēmýthion Transliteration B: psēmythion Transliteration C: psimythion Beta Code: yhmu/qion

English (LSJ)

ψημυθιόω, v. ψιμύθιον, ψιμυθιόω.

Greek Monolingual

το / ψιμύθιον, ΝΜΑ, και ψιμμύθιον και ψιμίθιον και ψιμμίθιον και ψίμιθον και ψημύθιον Α
σκόνη ανθρακικού μολύβδου με λευκό χρώμα, την οποία χρησιμοποιούσαν παλαιότερα για να λευκαίνουν το πρόσωπο
νεοελλ.
1. καλλυντικό, φτειασίδι
2. το λευκό χρώμα που χρησιμοποιούσαν οι ζωγράφοι στο Βυζάντιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παρλλ. τ. του ψίμυθος, με επίθημα -ιον].