εὔσχολος: Difference between revisions
mNo edit summary |
mNo edit summary |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος ([[ιδίως]] σε πόλεμο)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί [[σοβαρά]], να αφοσιωθεί σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐσχόλως]] (Μ)<br />με εύσχολο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[ | |mltxt=[[εὔσχολος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> ο [[εύκαιρος]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν [[είναι]] απασχολημένος ([[ιδίως]] σε πόλεμο)<br /><b>3.</b> [[ήσυχος]], [[ήρεμος]]<br /><b>4.</b> αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί [[σοβαρά]], να αφοσιωθεί σε [[κάτι]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br />[[εὐσχόλως]] (Μ)<br />με εύσχολο τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σχολος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[σχολή]]), [[πρβλ]]. [[κακόσχολος]], [[ομόσχολος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὔσχολος:''' незанятый, свободный Polyb. | |elrutext='''εὔσχολος:''' незанятый, свободный Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:22, 3 July 2022
English (LSJ)
ον, unoccupied, esp. by war, Plb.4.32.6; leisured, leisurely, ἀναχώρησις Phld.Oec.p.64J.; εὔσχολος τὴν ψυχήν Hierocl. ap. Stob.4.22.24 (corr. Gaisf.): Comp. εὐσχολώτερος Teles p.47 H., M.Ant.4.24.
German (Pape)
[Seite 1101] müßig, ruhig, Pol. 4, 32, 6; εὐσχολώτερος καὶ ἀταρακτότερος M. Ant. 4, 24.
Greek (Liddell-Scott)
εὔσχολος: -ον, ὁ σχολὴν ἄγων, ἰδίως ὁ μὴ ἀσχολούμενος εἰς πόλεμον, εὔσχολοι καὶ ἀπερίσπαστοι Λακεδαιμόνιοι γενηθέντες Πολύβ. 4. 32, 6· εὔσχολος τήν ψυχήν Ἱεροκλ. παρὰ Στοβ. 415. 32. - Ἐπίρρ. εὐσχόλως, Εὐστ. Θεσσαλ. ἔκδ. Μί. τ. 136, σ. 320: - Συγκρ. -ώτερος, Μ. Ἀντων. 3. 24.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui a du loisir;
Cp. εὐσχολώτερος.
Étymologie: εὖ, σχολή.
Greek Monolingual
εὔσχολος, -ον (Α)
1. ο εύκαιρος
2. αυτός που δεν είναι απασχολημένος (ιδίως σε πόλεμο)
3. ήσυχος, ήρεμος
4. αυτός που έχει τον χρόνο να ασχοληθεί σοβαρά, να αφοσιωθεί σε κάτι.
επίρρ...
εὐσχόλως (Μ)
με εύσχολο τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σχολος (< σχολή), πρβλ. κακόσχολος, ομόσχολος].
Russian (Dvoretsky)
εὔσχολος: незанятый, свободный Polyb.