ιδιόμορφος: Difference between revisions

From LSJ

Αὐρήλιοι... πατρὶ... καὶ μητρὶ... μνήμης χάριν → The Aurelii, in memory of their father and mother (inscription from Aizonai, Phrygia)

Source
(17)
 
m (Text replacement - "ᾱσθαι" to "ᾶσθαι")
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾱσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>πολύ</i>-<i>μορφος</i>, <i>τερατό</i>-<i>μορφος</i>].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[ἰδιόμορφος]], -ον)<br />αυτός που έχει ιδιάζουσα [[μορφή]] ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο [[κτήριο]]» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι [[ζῷον]]», <b>Στράβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ιδιο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μορφος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μορφή]]), [[πρβλ]]. [[πολύμορφος]], [[τερατόμορφος]]].
}}
}}

Latest revision as of 16:05, 28 July 2022

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἰδιόμορφος, -ον)
αυτός που έχει ιδιάζουσα μορφή ή ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και ιδιότητες (α. «ιδιόμορφο κτήριο» β. «ἰδιόμορφόν τι γεννᾶσθαι ζῷον», Στράβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιδιο- + -μορφος (< μορφή), πρβλ. πολύμορφος, τερατόμορφος].