ἐμπολέμιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " πᾱν " to " πᾶν ")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐμπολέμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον πόλεμο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει στρατεύσιμη [[ηλικία]] («[[τρίτον]] δ' [[ἐφεξῆς]] τούτοις πᾱν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη [[ηλικία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολεμικός]] («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμπολέμια</i><br />[[κλάδος]] της στρατιωτικής υπηρεσίας.
|mltxt=[[ἐμπολέμιος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει στον πόλεμο<br /><b>2.</b> αυτός που έχει στρατεύσιμη [[ηλικία]] («[[τρίτον]] δ' [[ἐφεξῆς]] τούτοις πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη [[ηλικία]], <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>3.</b> [[πολεμικός]] («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)<br /><b>4.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τὰ ἐμπολέμια</i><br />[[κλάδος]] της στρατιωτικής υπηρεσίας.
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 19:20, 6 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμπολέμιος Medium diacritics: ἐμπολέμιος Low diacritics: εμπολέμιος Capitals: ΕΜΠΟΛΕΜΙΟΣ
Transliteration A: empolémios Transliteration B: empolemios Transliteration C: empolemios Beta Code: e)mpole/mios

English (LSJ)

ον, A pertaining to war, ταῦτα τὰ ἐ. Hdt.6.57; θεοί D.C.42.48. 2 belonging to the forces, ὅσον ἐ. Pl.Lg.755c; τὰ ἐ. branches of the service, ib.756a. 3 warlike, ἔθνη D.C.56.40.

German (Pape)

[Seite 816] was zum Kriege gehört, ihn betrifft; ταῦτα μὲν τὰ ἐμπολέμια Her. 6, 56; Plat. Legg. VI, 755 e u. A.; θεοί, Kriegsgötter, D. Cass. 42, 48; τὰ ἐμπ., der Kriegsbedarf, id.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμπολέμιος: -ον, ἀνήκων εἰς τὸν πόλεμον, ταῦτα τὰ ἐμπ. Ἡρόδ. 6. 56· «ἐμπολέμια· τὰ εἰς πόλεμον ἐπιτήδεια καὶ εὔχρηστα» Σουΐδ.: 2) ὁ τῆς στρατευσίμου ἡλικίας, ὁ ἔχων τὴν ἡλικίαν ταύτην, ὅσον ἐμπ. Πλάτ. Νόμ. 755Ε· οἱ ἐμπ. αὐτόθι 756Α.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui concerne la guerre.
Étymologie: ἐν, πόλεμος.

Spanish (DGE)

-ον
1 relativo a la guerra, al ejército, militar τὰ ἐμπολέμια (γέρεα) los privilegios (de los reyes espartanos) en tiempos de guerra op. εἰρηναῖος ‘en tiempos de paz’, Hdt.6.57, cf. D.C.50.6.2, τρίτον δ' ... πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον y en tercer lugar todo el conjunto de fuerzas militares Pl.Lg.755e, ἐκ τῆς ἐμπολεμίου μελέτης a partir de su uso militar Poll.4.87, οἱ ἐμπολέμιοι θεοί D.C.42.48.2, σύνθημα D.C.57.18.4
subst. οἱ ἐμπολέμιοι los miembros del ejército Pl.Lg.756a, τὰ ἐμπολέμια las fuerzas militares Pl.Lg.943a, Afric.Cest.1.14.10.
2 belicoso, guerrero ἔθνη D.C.56.40.2.

Greek Monolingual

ἐμπολέμιος, -ον (Α)
1. αυτός που ανήκει στον πόλεμο
2. αυτός που έχει στρατεύσιμη ηλικίατρίτον δ' ἐφεξῆς τούτοις πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον» — όλους όσοι έχουν στρατεύσιμη ηλικία, Πλάτ.)
3. πολεμικός («τὰ ἐμπολέμια ἔθνη» — τα πολεμικά έθνη, Δίων Κ.)
4. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἐμπολέμια
κλάδος της στρατιωτικής υπηρεσίας.

Greek Monotonic

ἐμπολέμιος: -ον (ἐν), αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον πόλεμο, πολεμικός, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐμπολέμιος:
1) относящийся к войне: τὰ ἐμπολέμια Her. военные дела или вопросы;
2) годный к военной службе: πᾶν ὅσον ἐμπολέμιον Plat. все население, способное носить оружие.

Middle Liddell

ἐμ-πολέμιος, ον adj [ἐν]
pertaining to war, Hdt.