αράδα: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν αὑτοῦ δαίμονα βιοῦν → live under the direction of his own guiding spirit

Source
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Μ ἀράδα)<br /><b>1.</b> [[σειρά]], [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] λέξεων, [[στίχος]] γραπτού κειμένου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «της αράδας» — μέτριας αξίας, [[κοινός]]<br /><b>2.</b> «[[πάει]] με ανθρώπους της αράδας του» — της ίδιας κοινωνικής θέσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <b>(βενετ.)</b> <i>arada</i> «αλέτρια» ή <span style="color: red;"><</span> <i>ουράδα</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αραδάρης]], [[αραδιάζω]]].
|mltxt=η (Μ [[ἀράδα]])<br /><b>1.</b> [[σειρά]], [[γραμμή]]<br /><b>2.</b> [[σειρά]] λέξεων, [[στίχος]] γραπτού κειμένου<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b><br /><b>1.</b> «της αράδας» — μέτριας αξίας, [[κοινός]]<br /><b>2.</b> «[[πάει]] με ανθρώπους της αράδας του» — της ίδιας κοινωνικής θέσης.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. <span style="color: red;"><</span> <b>(βενετ.)</b> <i>arada</i> «αλέτρια» ή <span style="color: red;"><</span> <i>ουράδα</i> <span style="color: red;"><</span> [[ουρά]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[αραδάρης]], [[αραδιάζω]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:17, 11 August 2022

Greek Monolingual

η (Μ ἀράδα)
1. σειρά, γραμμή
2. σειρά λέξεων, στίχος γραπτού κειμένου
νεοελλ.
φρ.
1. «της αράδας» — μέτριας αξίας, κοινός
2. «πάει με ανθρώπους της αράδας του» — της ίδιας κοινωνικής θέσης.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. < (βενετ.) arada «αλέτρια» ή < ουράδα < ουρά.
ΠΑΡ. νεοελλ. αραδάρης, αραδιάζω].