καθετή: Difference between revisions

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source
(18)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και καθητή, η<br />αλιευτικό [[εργαλείο]] που αποτελείται από απλό [[νήμα]] στην [[άκρη]] του οποίου υπάρχει [[αγκίστρι]] και μικρό μολύβδινο [[βαρίδι]] που βοηθάει στο [[βύθισμα]] του αγκιστριού [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάθετη</i>, θηλ. του επιθ. [[κάθετος]] (<span style="color: red;"><</span> [[καθίημι]]) με καταβιβασμό του τόνου].
|mltxt=[[καθετή]] και [[καθητή]], η<br />αλιευτικό [[εργαλείο]] που αποτελείται από απλό [[νήμα]] στην [[άκρη]] του οποίου υπάρχει [[αγκίστρι]] και μικρό μολύβδινο [[βαρίδι]] που βοηθάει στο [[βύθισμα]] του αγκιστριού [[μέσα]] στο [[νερό]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κάθετη</i>, θηλ. του επιθ. [[κάθετος]] (<span style="color: red;"><</span> [[καθίημι]]) με καταβιβασμό του τόνου].
}}
}}

Latest revision as of 07:33, 12 August 2022

Greek Monolingual

καθετή και καθητή, η
αλιευτικό εργαλείο που αποτελείται από απλό νήμα στην άκρη του οποίου υπάρχει αγκίστρι και μικρό μολύβδινο βαρίδι που βοηθάει στο βύθισμα του αγκιστριού μέσα στο νερό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάθετη, θηλ. του επιθ. κάθετος (< καθίημι) με καταβιβασμό του τόνου].