ἀναλδής: Difference between revisions
ἀπὸ τῶν καρπῶν αὐτῶν ἐπιγνώσεσθε αὐτούς → ye shall know them by their fruits, by their fruits ye shall know them, by their fruits you shall know them, you will know them by their fruit
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "'''Étymologie:''' ἀ," to "'''Étymologie:''' ἀ,") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne croît pas, qui reste petit <i>ou</i> chétif;<br /><b>2</b> qui arrête la croissance.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ἀλδαίνω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>1</b> qui ne croît pas, qui reste petit <i>ou</i> chétif;<br /><b>2</b> qui arrête la croissance.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἀλδαίνω]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 16:50, 14 August 2022
English (LSJ)
ές, (ἀλδαίνω) A not thriving, feeble, καρποί Hp.Aër.15; barren, Ar.V.1045 (anap.); ἄρουραι ἀναλδέα φυλλιόωσαι without fruiting, Arat.333.
German (Pape)
[Seite 195] ές, 1) nicht gedeihend, kraftlos, Ar. Vesp. 1045. – 2) das Wachsthum hemmend, von den Gestirnen, Arat. 333; aber ἀστέρες ἀναλδέες 394 sind kleine Sterne.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναλδής: -ές, (ἀλδαίνω) ὁ μὴ προκόπτων, ὁ μὴ καλῶς ἀναπτυσσόμενος, «οἵ τε καρποὶ οἱ γινόμενοι αὐτέοισι πάντες ἀναλδέες εἰσί», «ἀναυξεῖς» Ἐρωτιαν., κοιν. «ἀρρωστιάρικοι», Ἱππ. περὶ Ἀέρ. LXXXIII, ἔκδ. Κοραῆ. Ἴδε σημ. τοῦ αὐτοῦ ἐν Β΄ τόμ. Γαλλ. ἔκδ. σ. 233· πρβλ. Ἀριστοφ. Σφ. 1045. 2) ἐνεργ., ὁ παρακωλύων τὴν αὔξησιν, Ἄρατ. 333.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui ne croît pas, qui reste petit ou chétif;
2 qui arrête la croissance.
Étymologie: ἀ, ἀλδαίνω.
Spanish (DGE)
-ές
1 raquítico, pequeño καρποί Hp.Aër.15, οὐκέτι κεῖνον φυταλιαὶ ... ψεύδονται ἀναλδέα φυλλιόωσαι los árboles frutales ya no le pueden engañar cubriéndose de hojas desmedradas Arat.333
•de estrellas poco brillante Arat.394.
2 fig. estéril, infructuoso διανοίας ... ἀναλδεῖς Ar.V.1045.
Greek Monolingual
ἀναλδής, -ές (Α) ἀναλδαίνω
1. (για καρπούς) αυτός που δεν αυξάνεται, δεν αναπτύσσεται κανονικά, ατροφικός
2. (για άνδρα) άγονος, άκαρπος.
Greek Monotonic
ἀναλδής: -ές (ἀλδαίνω), μη ακμαίος, μη ρωμαλέος, άρρωστος, ασθενής, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἀναλδής: невсхожий, не дающий ростков, нежизнеспособный Arph.