εὐαίνετος: Difference between revisions

From LSJ

κεῖται μὲν γαίῃ φθίμενον δέμας, ἡ δὲ δοθεῖσα ψυχή μοι ναίει δώματ' ἐπουράνια → my body lies mouldering in the ground, but the soul entrusted to me dwells in heavenly abodes

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
mNo edit summary
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evainetos
|Transliteration C=evainetos
|Beta Code=eu)ai/netos
|Beta Code=eu)ai/netos
|Definition=ον, (αἰνέω) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[much-extolled]], μέριμνα <span class="bibl">B.18.11</span>; ἵππος <span class="bibl">Antim. 25</span>.</span>
|Definition=ον, ([[αἰνέω]]) [[much praised]], [[much-extolled]], [[μέριμνα]] B.18.11; [[ἵππος]] Antim. 25.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐαίνετος''': καὶ εὐαίνητος, ον, ([[αἰνέω]]) ὁ [[πολυαίνετος]]. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα [[μέριμνα]] Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).
|lstext='''εὐαίνετος''': καὶ [[εὐαίνητος]], ον, ([[αἰνέω]]) ὁ [[πολυαίνετος]]. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα [[μέριμνα]] Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὐαίνετος]], -ον και [[εὐαίνητος]], -ον (Α)<br />πολύ [[επαινετός]], [[αξιέπαινος]], πολυπαινεμένος («[[εὐαίνετος]] [[μέριμνα]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αινετός]] ή [[αινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αινώ]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>αίνετος</i>].
|mltxt=[[εὐαίνετος]], -ον και [[εὐαίνητος]], -ον (Α)<br />πολύ [[επαινετός]], [[αξιέπαινος]], πολυπαινεμένος («[[εὐαίνετος]] [[μέριμνα]]», Βακχυλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[αινετός]] ή [[αινητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[αινώ]]), [[πρβλ]]. <i>πολυ</i>-<i>αίνετος</i>].
}}
}}

Revision as of 11:30, 17 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐαίνετος Medium diacritics: εὐαίνετος Low diacritics: ευαίνετος Capitals: ΕΥΑΙΝΕΤΟΣ
Transliteration A: euaínetos Transliteration B: euainetos Transliteration C: evainetos Beta Code: eu)ai/netos

English (LSJ)

ον, (αἰνέω) much praised, much-extolled, μέριμνα B.18.11; ἵππος Antim. 25.

Greek (Liddell-Scott)

εὐαίνετος: καὶ εὐαίνητος, ον, (αἰνέω) ὁ πολυαίνετος. εὐαίνητος Ὀρφεὺς Πινδ. Π. 4. 315· εὐαίνετε Κηΐα μέριμνα Βακχυλ. 18. 11 (ἔκδ. Blass).

Greek Monolingual

εὐαίνετος, -ον και εὐαίνητος, -ον (Α)
πολύ επαινετός, αξιέπαινος, πολυπαινεμένος («εὐαίνετος μέριμνα», Βακχυλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + αινετός ή αινητός (< αινώ), πρβλ. πολυ-αίνετος].