μικρότης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+), ([\p{Cyrillic}]+) (\()" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῑκρότης:''' и σμῑκρότης, ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> незначительные размеры (διὰ σμικρότητα [[ἀόρατος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> слабость (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[незначительность]], [[маловажность]] (τῶν πραγμάτων Arst.).
|elrutext='''μῑκρότης:''' и σμῑκρότης, ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> незначительные размеры (διὰ σμικρότητα [[ἀόρατος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[слабость]] (φωνῆς Arst.);<br /><b class="num">3)</b> [[незначительность]], [[маловажность]] (τῶν πραγμάτων Arst.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 12:58, 19 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μικρότης Medium diacritics: μικρότης Low diacritics: μικρότης Capitals: ΜΙΚΡΟΤΗΣ
Transliteration A: mikrótēs Transliteration B: mikrotēs Transliteration C: mikrotis Beta Code: mikro/ths

English (LSJ)

or σμικρ- (v. μικρός), ητος, ἡ, A smallness. first in Anaxag.1, cf. Arist.Metaph.1056b29; διὰ σμικρότητα ἀόρατα Pl.Ti.43a, cf. Isoc. 4.27; of voice, Arist.de An.422b30; ἀνέμων Thphr.Vent.1: pl., μεγέθη καὶ μ. Plu.2.687e. 2 meanness, pettiness, of rank, Isoc.4.93, Arist.Pol.1302b4; of matters, Id.Rh.1393a9; of language, triviality, Longin.43.1.

German (Pape)

[Seite 185] ητος, ἡ, die Kleinheit, Wenigkeit; τὰς διὰ μικρότητα διαλαθούσας εὐεργεσίας, im Ggstz von διὰ τὸ μέγεθος, Isocr. 4, 27; Plut. Aemil. 8 u. öfter, wie a. Sp. S. σμικρότης.

Greek (Liddell-Scott)

μῑκρότης: ἢ σμικρ- (ἴδε μικρός), ητος, ἡ, τὸ ἀφῃρημ. οὐσ. τοῦ μικρός, πρῶτον Ἀναξαγ. ἐν Ἀριστ. Μετὰ τὰ Φυσ. 9. 6, 6· διὰ σμικρότητα ἀόρατα Πλάτ. Τίμ. 43Α, πρβλ. Ἰσοκρ. 46Α· ἐπὶ τῆς φωνῆς, Ἀριστ. π. Ψυχ. 2. 11, 3· - ἐν τῷ πληθ., Πλούτ. 2. 687Ε. 2) ἐπὶ πόλεων, πλήν εἴ τις διὰ σμικρότητα παρημελήθη Ἰσοκρ. 59Ε, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 2, 6· ἐπὶ πραγμάτων ὁ αὐτ. ἐν Ρητ. 2. 19, 26· ἐπὶ γλώσσης, Λογγῖν. 43.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
petitesse ; fig. petitesse ou médiocrité du rang, de la condition.
Étymologie: μικρός.

Greek Monotonic

μῑκρότης: ή σμικρ-, ἡ, η ιδιότητα του μικρού, του λίγου, φειδώ, ασημαντότητα, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

μῑκρότης: и σμῑκρότης, ητος ἡ
1) незначительные размеры (διὰ σμικρότητα ἀόρατος Plat.);
2) слабость (φωνῆς Arst.);
3) незначительность, маловажность (τῶν πραγμάτων Arst.).

Middle Liddell

μῑκρότης, ορ σμικρ-, ητος, ἡ, [from μῑκρός]
smallness: littleness, meanness, pettiness, Arist.

English (Woodhouse)

pettiness, smallness

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)