ἐκκλησιαστής: Difference between revisions
Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς προσδέχου συμβουλίαν → Tu non nisi a prudente consilium pete → Von einem weisen Mann nur nimm Beratung an
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐκκλησιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[член экклесии]], [[экклесиаст]] Plat., Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.). | |elrutext='''ἐκκλησιαστής:''' οῦ ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[член экклесии]], [[экклесиаст]] Plat., Arst., Luc.;<br /><b class="num">2)</b> [[оратор в народном собрании]] (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[ἐκκλησιαστής]], οῦ, [from [[ἐκκλησία]]<br />a [[member]] of the [[ἐκκλησία]], Plat. | |mdlsjtxt=[[ἐκκλησιαστής]], οῦ, [from [[ἐκκλησία]]<br />a [[member]] of the [[ἐκκλησία]], Plat. | ||
}} | }} |
Revision as of 20:05, 19 August 2022
English (LSJ)
οῦ, ὁ, A member of the ἐκκλησία, Pl.Grg. 452e, Ap.25a, Arist.Pol.1275a26, Rh.1354b7.
German (Pape)
[Seite 763] ὁ, der einer Volksversammlung beiwohnt, Plat. Apol. 25 a u. A.; der Redner in der Volksversammlung, Arist. rhet. 1, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος τῆς ἐκκλησίας, Πλάτ. Γοργ. 452Ε, Ἀπολ. 25Α, κτλ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
1 membre de l’assemblée du peuple;
2 orateur dans l’assemblée du peuple.
Étymologie: ἐκκλησία.
Greek Monolingual
ο (AM ἐκκλησιαστής)
τίτλος βιβλίου της ΠΔ πού θεωρείται έργο του Σολομώντος
αρχ.
μέλος της εκκλησίας του δήμου.
Greek Monotonic
ἐκκλησιαστής: -οῦ, ὁ, μέλος της ἐκκλησίας, σε Πλάτ.
Russian (Dvoretsky)
ἐκκλησιαστής: οῦ ὁ
1) член экклесии, экклесиаст Plat., Arst., Luc.;
2) оратор в народном собрании (ὁ ἐ. κρίνει περὶ τῶν μελλόντων, ὁ δικαστὴς περὶ τῶν γεγενημένων Arst.).
Middle Liddell
ἐκκλησιαστής, οῦ, [from ἐκκλησία
a member of the ἐκκλησία, Plat.