διενοχλέω: Difference between revisions
εἰ δὲ τύχῃ τις ἔρδων, μελίφρον' αἰτίαν ῥοαῖσι Μοισᾶν ἐνέβαλε → if someone is successful in his deeds, he casts a cause for sweet thoughts into the streams of the Muses
m (Text replacement - "(v.l.)" to "(v.l.)") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διενοχλέω:''' докучать, надоедать, мучить (τινα Dem.). | |elrutext='''διενοχλέω:''' [[докучать]], [[надоедать]], [[мучить]] (τινα Dem.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:54, 20 August 2022
English (LSJ)
A annoy, τινί Ph.2.590, J.AJ9.3.1 (v.l.), Aristaenet.1.5: abs., Luc.Symp.14:—Pass., ὑπὸ τῶν πρακτόρων BGU830.8 (i A. D.).
German (Pape)
[Seite 619] fortwährend, sehr lästig fallen, τινά, Dem. 19, 329; Sp. oft τινί.
Greek (Liddell-Scott)
διενοχλέω: πολὺ ἐνοχλῶ, Διον. Ἁλ. 5. 9· τινι Ἰώσηπ. Ι. Α. 9. 3, 1, κτλ.
Spanish (DGE)
1 molestar, importunar insistentemente c. dat. de pers. σοί Aeschin.Ep.2.2, παυσάμενοι τοῦ σοι δ. Ph.2.590, αὐτοῖς I.AI 14.230, τοῖς ἀνδράσι D.P.Au.2.8, αὐτῷ Aesop.220, Aristaenet.1.5.16, ὁ κεραμεὺς καθ' ἧς ἡμέρας διενοχλεῖ μοι SB 7330.11 (II d.C.), cf. PBremen 61.26 (II d.C.), τῇ μείζονι ἐξουσίᾳ ... περὶ τούτου POxy.3981.20 (III d.C.)
•c. ac. de pers. o ref. a pers. πολλά με διενόχλησεν SB 9483.7 (II d.C.), νόσος ... τὰς ἐκκλησίας ... διενοχλοῦσα Eus.VC 3.5.1, αὐτοὺς ἡσυχίας ἐρῶντας Soz.HE 6.20.1, ἐνεδρευταὶ καὶ λῃσταὶ γῆν διενοχλοῦσι καὶ θάλασσαν Gr.Nyss.Usur.M.46.452A, c. ac. predic. ἐκεῖνον ... διενοχλοῦντα ἔπαυσεν puso fin a sus impertinencias Luc.Symp.14, en v. pas. πάθει τινὶ διενοχλουμένοις Clem.Epit.A 21.6
•abs. εἰ μέλλοι μὴ διενοχλήσειν Them.Or.11.149a.
2 apremiar, requerir con insistencia c. ac. de pers. πρὶν ἂν ... αὐτὴ διενοχλήσειε τὸν ἄνδρα στέλλουσα γράμματα antes de que ella apremie a su marido mandándole cartas Iust.Nou.22.14, en v. pas., ref. pers. acosadas por el fisco διενοχλούμενος ... ὑπὸ τῶν πρακτόρων ἕνεκα ἐπιβολῆς BGU 830.8 (I d.C.), cf. PHeid.297.32 (II d.C.), διενοχλοῦμαι ὑπὸ τοῦ δεκαπρώτου, μέλλω [γὰρ ἐν] κλεισθῆναι POxy.2789.5 (III d.C.).