διορθωτικός: Difference between revisions
ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → spare the rod and spoil the child | οne who hasn't been flayed is not being taught | if the man was not beaten, he is not educated | the man, who was not paddled, is not educated
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διορθωτικός:''' исправляющий, улучшающий, совершенствующий ([[εἶδος]] δικαιοσύνης Arst.). | |elrutext='''διορθωτικός:''' [[исправляющий]], [[улучшающий]], [[совершенствующий]] ([[εἶδος]] δικαιοσύνης Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A corrective, Arist.EN1131a1; τὰ -κά, title of works on textual criticism by Seleucus and Crates, Sch.Il.Oxy.221 xv 25, xvii 31. Adv. -κῶς Eust. 936.43.
Greek (Liddell-Scott)
διορθωτικός: -ή, -όν, ὁ ἔχων τάσιν ἢ ἱκανότητα πρὸς τὸ διορθοῦν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 5. 2, 12, κτλ. ‒ Ἐπίρρ. -κῶς, Εὐστ. 936. 43.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1correctivo en sent. moral o espiritual (ἡ δικαστική) ἐπιστήμη ... δ. τῶν ἁμαρτανομένων Clem.Al.Strom.1.26.168, δ. τῶν πλημμελουμένων Gr.Nyss.Tres dei.51.3
•de la justicia correctivo (op. la justicia llamada distributiva) ἓν δὲ (εἶδος τοῦ δικαίου) τὸ ἐν τοῖς συναλλάγμασι διορθωτικόν y una (forma de lo justo) es la correctiva en los tratos Arist.EN 1131a1, ὁ κατὰ τὴν ὁρμὴν δ. Arist.EE 1248b5, ἡ δὲ τῆς φύσεως δύναμις Gr.Nyss.Or.Catech.68.15.
2 filol. relativo a la crítica textual μέρος τῆς γραμματικῆς Sch.D.T.12.4, neutr. plu. τὰ Διορθωτικά tít. genérico de diversas obras de filología homérica: de Seleuco, Sch.Er.Il.21.290 (p.108), de Crates, Sch.Er.Il.21.363 (p.114), de Dídimo, Sch.Er.Il.17.607c.
II adv. -ῶς correctamente, de forma recta ταῦτα ... δ. λέγει Didym.in Iob 180.4, cf. Chrys.Iob.38.2, δ. τῆς ἀτόπου φαντασίας ... διήλεγξεν Procl.in R.1.204, cf. Eust.936.43.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM διορθωτικός, -ή, -όν) διορθωτής
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη διόρθωση ή στον διορθωτή
2. ο ικανός ή κατάλληλος για διόρθωση
νεοελλ.
1. αυτός που αποβλέπει στη διόρθωση
2. το ουδ. εν. ως ουσ. το διορθωτικό
ειδικό υγρό για τη διαγραφή σφαλμάτων σε γραπτό κείμενο
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα διορθωτικά
η αμοιβή του διορθωτή.
Russian (Dvoretsky)
διορθωτικός: исправляющий, улучшающий, совершенствующий (εἶδος δικαιοσύνης Arst.).