διαλείβομαι: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau

Menander, Monostichoi, 99
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαλείβομαι:''' течь в разные стороны, растекаться Plut.
|elrutext='''διαλείβομαι:''' [[течь в разные стороны]], [[растекаться]] Plut.
}}
}}

Revision as of 11:05, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 586] zerfließen, Wyttenb. Conj. Plut. san. tuend. p. 406.

Greek (Liddell-Scott)

διαλείβομαι: παθ., ῥέω κατὰ διαφόρους διευθύνσεις, Πλούτ. 2. 136Β Wyttenb.

French (Bailly abrégé)

seul. part. prés.
couler dans des directions différentes.
Étymologie: διά, λείβω.

Spanish (DGE)

derramarse, fluir ὑπονόμους ὀρύσσοντες καὶ τέμνοντές τινας διώρυχας συνάγουσι τὸ ἐκ τούτων διαλειβόμενον ὕδωρ Alex.Aphr.in Mete.56.11.

Greek Monolingual

διαλείβομαι (Α)
διαχύνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < διά + λείβομαι του λείβω «χύνω»].

Russian (Dvoretsky)

διαλείβομαι: течь в разные стороны, растекаться Plut.