εὐπαράκλητος: Difference between revisions

From LSJ

Σοφὸς γὰρ οὐδείς, ὃς τὰ πάντα προσκοπεῖ → Omnia vel sapiens nemo est, qui prospexerit → Denn keinen Weisen gibt's, der alles sieht vorher

Menander, Monostichoi, 486
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐπαράκλητος:''' легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).
|elrutext='''εὐπαράκλητος:''' [[легко уговариваемый]], [[легко склоняемый]] (πρός τι Plat.).
}}
}}

Revision as of 11:10, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐπαράκλητος Medium diacritics: εὐπαράκλητος Low diacritics: ευπαράκλητος Capitals: ΕΥΠΑΡΑΚΛΗΤΟΣ
Transliteration A: euparáklētos Transliteration B: euparaklētos Transliteration C: efparaklitos Beta Code: eu)para/klhtos

English (LSJ)

ον, A easily influenced, πρός τι Pl.Ep.328a, cf. Aristaenet. 2.1.

Greek (Liddell-Scott)

εὐπαράκλητος: -ον, εὐκόλως διὰ παρακλήσεων ἐξιλεούμενος, Πλάτ. Ἐπιστ. 328Α. ΙΙ. εὐκόλως καταπείθων, καταπειστικός, τρόπος Ἀρισταίν. 2. 1.

Greek Monolingual

εὐπαράκλητος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που εξιλεώνεται, που προσελκύεται εύκολα με λόγια
2. αυτός που συγκατατίθεται εύκολα
3. αυτός που πείθει εύκολα, ο πειστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παρα-κλητος (< παρακαλώ), πρβλ. α-παράκ-λητος, δυσ-παρά-κλητος)].

Russian (Dvoretsky)

εὐπαράκλητος: легко уговариваемый, легко склоняемый (πρός τι Plat.).