κατάφαρκτος: Difference between revisions

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source
m (Text replacement - "q.v." to "q.v.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κατάφαρκτος:''' заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).
|elrutext='''κατάφαρκτος:''' [[заключенный]], [[замурованный]] (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κατάφαρκτος -ον opgesloten.
|elnltext=κατάφαρκτος -ον opgesloten.
}}
}}

Revision as of 11:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάφαρκτος Medium diacritics: κατάφαρκτος Low diacritics: κατάφαρκτος Capitals: ΚΑΤΑΦΑΡΚΤΟΣ
Transliteration A: katápharktos Transliteration B: katapharktos Transliteration C: katafarktos Beta Code: kata/farktos

English (LSJ)

ον, A = κατάφρακτος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.

Greek Monolingual

κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.

Greek Monotonic

κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.

Russian (Dvoretsky)

κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφαρκτος -ον opgesloten.