δύσμορφος: Difference between revisions
αἰὲν ἀριστεύειν καὶ ὑπείροχον ἔμμεναι ἄλλων → always strive for excellence and prevail over others (Iliad 6.208, 11.784)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δύσμορφος:''' безобразный, некрасивый ([[ἐσθής]] Eur.; ὗς Plut.). | |elrutext='''δύσμορφος:''' [[безобразный]], [[некрасивый]] ([[ἐσθής]] Eur.; ὗς Plut.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A misshapen, ill-favoured, ἐσθής E.Hel. 1204, Lyc.692, Plu.2.670a.
German (Pape)
[Seite 684] mißgestaltet, häßlich; ἐσθής Eur. Hel. 1220; sp. D.; – τὸ δ., = vorigem, Pallad. 5 (X, 56).
Greek (Liddell-Scott)
δύσμορφος: -ον, κακόμορφος, ἄσχημος, ἐσθὴς Εὐρ. Ἑλ. 1204.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difforme, laid.
Étymologie: δυσ-, μορφή.
Ant. εὔμορφος.
Spanish (DGE)
-ον
1 feo, deforme de pers. δ. εἴην μᾶλλον ἢ καλὸς κακός E.Fr.842, cf. Men.Mon.177, Luc.Tox.24, Isid.Pel.M.78.249D, de anim. πιθήκων ... γένος δύσμορφον Lyc.692, cf. Plu.2.670a, de cosas ἐσθής E.Hel.1204
•subst. τὸ δύσμορφον τοῦ λίθου el defecto de la piedra Luc.Am.15, cf. Nonn.D.35.56.
2 adv. -ως: δ. ἔχειν ser feo, deforme Eust.1855.50.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM δύσμορφος, -ον)
άσχημος, κακοφτιαγμένος
νεοελλ.
γένος ακαληφών της οικογένειας τών μαργελιδών.
Greek Monotonic
δύσμορφος: -ον (μορφή), κακόμορφος, άσχημος, παραμορφωμένος, κακοφτιαγμένος, ἐσθής, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
δύσμορφος: безобразный, некрасивый (ἐσθής Eur.; ὗς Plut.).
Middle Liddell
δύσ-μορφος, ον μορφή
misshapen, ill-favoured, ἐσθής Eur.