καυσόομαι: Difference between revisions

From LSJ

καὶ ποταμοὺς τινας διαβάντες ἐν μεγίστῃ παρεγινόμεθα κώμῃ → and having crossed some rivers we reached a very large village

Source
(1ba)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''καυσόομαι:''' воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).
|elrutext='''καυσόομαι:''' [[воспламеняться]], [[гореть]] (στοιχεῖα καυσούμενα NT).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καυσόομαι]],<br />Pass. to [[burn]] with [[intense]] [[heat]], NTest.
|mdlsjtxt=[[καυσόομαι]],<br />Pass. to [[burn]] with [[intense]] [[heat]], NTest.
}}
}}

Revision as of 11:20, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 1408] an großer Hitze, bes. Fieberhitze leiden, Sp.; in Brand gerathen, N. T.

Greek (Liddell-Scott)

καυσόομαι: Παθ., καίομαι μὲ ὑπερβολικὴν θερμότητα, Β΄ Ἐπιστ. Πέτρ. γ΄, 10 καὶ 12. ΙΙ. ὑποφέρω ἐκ καύσου (ΙΙ), «καυσώνω» ἢ «καψώνω» ἡ συνήθεια, Διοσκ. 2. 162, Γαλην.

Greek Monotonic

καυσόομαι: Παθ., καίγομαι με υπερβολική ζέστη, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

καυσόομαι: воспламеняться, гореть (στοιχεῖα καυσούμενα NT).

Middle Liddell

καυσόομαι,
Pass. to burn with intense heat, NTest.