κακοτροπεύομαι: Difference between revisions
From LSJ
νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖιν → godly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.). | |elrutext='''κᾰκοτροπεύομαι:''' [[нечестно вести себя]], [[коварно поступать]] (πρός τινα Polyb.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:20, 20 August 2022
English (LSJ)
A deal perversely, πρός τινα Plb.5.2.9, cf. AB 354.
German (Pape)
[Seite 1304] = Folgdm, πρός τινα, Pol. 5, 2, 9; B. A. 354, 13.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτροπεύομαι: ἀποθ. τῷ ἑπομ., πρός τινα Πολύβ. 5. 2, 9. ἴδε Α. Β. 354.
Greek Monolingual
κακοτροπεύομαι (Α) κακότροπος
φέρομαι με κακό τρόπο, άσχημα σε κάποιον («κακοτροπευσάμενος πρὸς τοὺς προειρημένους ἀπῆρεν εἰς Χαλκίδα», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτροπεύομαι: нечестно вести себя, коварно поступать (πρός τινα Polyb.).