κλαδάσσομαι: Difference between revisions
From LSJ
Μισθὸς διδάσκει γράμματ', οὐ διδάσκαλος → Pretium docet te, non praeceptor, litteras → Der Lehrer lehrt das Lesen nicht, es ist der Lohn
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''κλᾰδάσσομαι:''' волноваться, бурлить ([[αἷμα]] κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.). | |elrutext='''κλᾰδάσσομαι:''' [[волноваться]], [[бурлить]] ([[αἷμα]] κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.). | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen. | |elnltext=κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 20 August 2022
English (LSJ)
Pass., A rush violently, surge, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Emp.100.22.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδάσσομαι: ἐξορμῶ, κινοῦμαι μετὰ σφοδρότητος, αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων Ἐμπεδ. 364· ὁ Λοβ. Παθ. Προλεγ. 89 διορθοῖ, κλυδασσόμενον, κλυδωνιζόμενον.
Greek Monolingual
κλαδάσσομαι (Α)
κινούμαι με ορμή («αἷμα κλαδασσόμενον διὰ γυίων», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Από το θ. του κλαδαρός «εύθραυστος». Για τη σημ. βλ. λ. κλαδαρός.
Russian (Dvoretsky)
κλᾰδάσσομαι: волноваться, бурлить (αἷμα κλαδασσόμενον Emped. ap. Arst.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κλαδάσσομαι [κλαδαρός?] snel stromen.