πυρίφλογος: Difference between revisions
From LSJ
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
m (Text replacement - "βολαῑς" to "βολαῖς") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''πῠρίφλογος:''' огненный, пылающий (ἡλίου βολαί Emped.). | |elrutext='''πῠρίφλογος:''' [[огненный]], [[пылающий]] (ἡλίου βολαί Emped.). | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A flaming with fire, Emp.Sphaer.113.
German (Pape)
[Seite 823] feuerflammend, ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις, Empedocl. sphaera 112.
Greek (Liddell-Scott)
πῠρίφλογος: -ον, ἀναδίδων φλόγας ὡς τὸ πῦρ, Ἐμπεδ. Σφαιρ. 112.
Greek Monolingual
και πυρόφλογος, -ον, Α
αυτός που εκβάλλει φλόγες, φλογερός («ἡλίου βολαῖς πυριφλόγοις», Εμπ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -φλογος (< φλόξ, φλογός), πρβλ. ά-φλογος, πολύ-φλογος].