Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

τηκτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσος ἴσθι κρίνων καὶ φίλους καὶ μὴ φίλους → Sis idem, amicos an inimicos iudices → Ob Freund, ob nicht-Freund du beurteilst, bleibe gleich

Menander, Monostichoi, 266
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''τηκτικός:''' расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.
|elrutext='''τηκτικός:''' [[расплавляющий]], [[растопляющий]] Arst., Diod.
}}
}}

Revision as of 11:55, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τηκτικός Medium diacritics: τηκτικός Low diacritics: τηκτικός Capitals: ΤΗΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: tēktikós Transliteration B: tēktikos Transliteration C: tiktikos Beta Code: thktiko/s

English (LSJ)

ή, όν, (τήκω) A able to dissolve, τινος Arist.PA 648b17 (Comp.), cf. Pr.907b8; τ. δύναμις S.E.M.8.198. 2 suit able for reducing, σπληνός Dsc.4.183.

German (Pape)

[Seite 1105] schmelzend, auflösend, τηκτικώτερον τοῦ τηκτοῦ, Arist. part. an. 2, 2.

Greek (Liddell-Scott)

τηκτικός: -ή, -όν, ἱκανὸς νὰ διαλύσῃ, τήξῃ, τινος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 2. 2, 15· τ. δύναμις Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 8. 198, 199.

Greek Monolingual

-ή, -ό / τηκτικός, -ή, -όν ΝΜΑ τηκτός
αυτός που προκαλεί τήξη, που έχει την ιδιότητα να λειώνει
αρχ.
ο κατάλληλος για την ελάττωση του όγκου («τηκτικὸν σπληνός», Διοσκ.).

Russian (Dvoretsky)

τηκτικός: расплавляющий, растопляющий Arst., Diod.