φευκτικός: Difference between revisions
From LSJ
Σοφῷ παρ' ἀνδρὶ (Σοφοῦ παρ' ἀνδρὸς) πρῶτος εὑρέθη λόγος → Apud sapientem inventa est ratio primitus → Bei einem weisen Mann fand man zuerst Vernunft
m (Text replacement - "μετὰ" to "μετὰ") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φευκτικός:''' убегающий, рвущийся прочь Arst. | |elrutext='''φευκτικός:''' [[убегающий]], [[рвущийся прочь]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ή, όν, A inclined to avoid, opp. ὀρεκτικός, c. gen., Arist.de An.431a13; opp. αἱρετικός, Phld. Mus.p.93 K.
German (Pape)
[Seite 1267] flüchtig, Eustath.
Greek (Liddell-Scott)
φευκτικός: -ή, -όν, ἔχων ῥοπὴν πρὸς ἀποφυγήν, τείνων νὰ ἀποφύγῃ τι, ἀντίθετον τῷ ὀρεκτικός, μετὰ γεν., Ἀριστ. π. Ψυχῆς 3. 7, 3.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α φευκτός
αυτός που έχει την τάση να αποφεύγει κάποιον ή κάτι.
Russian (Dvoretsky)
φευκτικός: убегающий, рвущийся прочь Arst.