ἀσύναπτος: Difference between revisions

From LSJ

ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀσύναπτος:''' взаимно несвязанный, несвязный (πρὸς ἀλλήλους Arst.).
|elrutext='''ἀσύναπτος:''' [[взаимно несвязанный]], [[несвязный]] (πρὸς ἀλλήλους Arst.).
}}
}}

Revision as of 12:15, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσύναπτος Medium diacritics: ἀσύναπτος Low diacritics: ασύναπτος Capitals: ΑΣΥΝΑΠΤΟΣ
Transliteration A: asýnaptos Transliteration B: asynaptos Transliteration C: asynaptos Beta Code: a)su/naptos

English (LSJ)

ον, A not joined, Arist.HA516a30; not connected, συλλογισμοὶ ἀ. πρὸς ἀλλήλους Id.APr.42a21.

German (Pape)

[Seite 380] unverknüpft, unvereinbar, Arist. H. A. 3, 7; πρὸς ἀλλήλους anal. pr. 1, 25.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσύναπτος: -ον, ὁ μὴ συνάπτων, ὁ μὴ ἐρχόμενος εἰς συναφήν, αὗται μὲν συνάπτουσιν, αἱ δ’ ἄλλαι ἀσύναπτοι Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 7, 6· πρὸς ἀλλήλους ὁ αὐτ. Ἀναλυτ. Πρ. 1. 25, 5.

Spanish (DGE)

-ον
no unido αὗται (πλευραί) Arist.HA 516a30
que no tiene conexión ἔσονται καὶ ἀσύναπτοι οἱ συλλογισμοὶ πρὸς ἀλλήλους Arist.APr.42a21, (τὸ αἰτιατόν) Procl.Inst.35, cf. 110.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀσύναπτος, -ον)
αυτός που δεν συνάπτεται με κάποιον άλλον, ασύνδετος
νεοελλ.
εκείνος που δεν έχει συνομολογηθεί ή συμφωνηθεί.

Russian (Dvoretsky)

ἀσύναπτος: взаимно несвязанный, несвязный (πρὸς ἀλλήλους Arst.).