δυσέλεγκτος: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''δυσέλεγκτος:''' с трудом поддающийся убеждению ([[ἀλαζὼν]] καὶ δ. Luc.). | |elrutext='''δυσέλεγκτος:''' [[с трудом поддающийся убеждению]] ([[ἀλαζὼν]] καὶ δ. Luc.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[δυσ-]]έλεγκτος, ον [[ἐλέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Luc. | |mdlsjtxt=[[δυσ-]]έλεγκτος, ον [[ἐλέγχω]]<br />[[hard]] to [[refute]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 12:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A hard to refute, of persons or arguments, Str.1.2.1 (Comp.), 11.6.4, Luc.Pisc.17.
German (Pape)
[Seite 678] schwer zu überführen, Luc. Pisc. 17; compar., schwer zu widerlegen, Strab. I, 2, 1.
Greek (Liddell-Scott)
δυσέλεγκτος: -ον, ὁ δυσκόλως ἐλεγχόμενος, ἀναιρούμενος, Στράβ. 14, 508, Λουκ. Ἁλ. 17.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
difficile à convaincre.
Étymologie: δυσ-, ἐλέγχω.
Spanish (DGE)
-ον
1 difícil de refutar de pers. Str.1.2.1, ἀλάζονες ἄνθρωποι καὶ δυσέλεγκτοι Luc.Pisc.17, οἰόμενοι δυσέλεγκτοι κατὰ τὸν λόγον Alex.Aphr.in Metaph.320.15, τὸ δὲ πόρρω δ. la lejanía dificulta la refutación Str.11.6.4, ὁ λόγος Dam.in Phd.174, Ammon.in Int.252.2
•subst. τὸ δ. dificultad de ser refutado (λόγοι) ὅσοι ... οὐδὲ τὸ δριμὺ καὶ δ. ἔχουσιν Phlp.in Ph.59.6.
2 difícil de vencer, invencible neutr. subst. τὸ δ. dificultad de vencer, invencibilidad τοῦ σκότους Const.Or.S.C.1.
Greek Monolingual
δυσέλεγκτος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα ελέγχεται, αναιρείται
2. το ουδ. ως ουσ. το δυσέλεγκτον
η ιδιότητα του δυσερεύνητου.
Greek Monotonic
δυσέλεγκτος: -ον (ἐλέγχω), αυτός που δύσκολα ελέγχεται, δυσεξέλεγκτος, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
δυσέλεγκτος: с трудом поддающийся убеждению (ἀλαζὼν καὶ δ. Luc.).
Middle Liddell
δυσ-έλεγκτος, ον ἐλέγχω
hard to refute, Luc.