εὔιππος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → but he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὔιππος:''' славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; [[Κολωνός]] Soph.; σύμμαχοι Xen.; [[χώρα]] Plut.): εὔ. [[δῶρον]] подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.
|elrutext='''εὔιππος:''' [[славящийся или богатый конями]] (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; [[Κολωνός]] Soph.; σύμμαχοι Xen.; [[χώρα]] Plut.): εὔ. [[δῶρον]] подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 13:02, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔιππος Medium diacritics: εὔιππος Low diacritics: εύιππος Capitals: ΕΥΙΠΠΟΣ
Transliteration A: eúippos Transliteration B: euippos Transliteration C: eyippos Beta Code: eu)/ippos

English (LSJ)

Ep. ἐΰιππος, ον, of persons, A delighting in horses, h.Ap. 210, Hes.Cat.Oxy.1358.21, Pi.O.3.39: Sup., X.HG4.2.5, etc. 2 of places, famed for horses, Pl.P.4.2, S.OC668 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 1073] mit guten Rossen, H. h. Apoll. 210; Τυνδαρίδαι, Ἀμαζόνες, wohlberitten, Pind. Ol. 3, 41. 8, 47 u. öfter; Κυράνα, gute Pferde habend, P. 4, 2; Tragg. öfter, δῶρον εὔιππον, Geschenk guter Pferde, Soph. O. C. 715; auch in Prosa, Xen. Cyr. 5, 5, 5, im superl.

Greek (Liddell-Scott)

εὔιππος: -ον, ἐπὶ προσώπων, ἔχων καλοὺς ἵππους, ἡδόμενος ἐπὶ καλοῖς ἵπποις, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 210, Πινδ. Ο. 3. 70· Ὑπερθ., Ξεν. Ἑλλ. 4. 2, 5, κτλ. 2) ἐπὶ τόπου, περίφημος διὰ τοὺς καλοὺς ἵππους αὐτοῦ, Πινδ. Π. 4. 2, Σοφ. Ο. Κ. 668· πρβλ. εὔπωλος.

English (Slater)

εὔιππος, -ον
   1 with splendid horses εὐίππων Τυνδαριδᾶν (O. 3.39) Ἀμαζόνας εὐίππους (O. 8.47) εὐίππου Φλεγύα θυγάτηρ (P. 3.8) εὐίππου βασιλῆι Κυράνας (P. 4.2)

Greek Monolingual

εὔιππος, -ον, επικ. τ. ἐΰιππος, -ον (Α)
1. (για ανθρώπους) αυτός που ευχαριστιέται να έχει ωραίους ίππους («Ἀμαζόνας εὐίππους», Πίνδ.)
2. (για τόπο) αυτός που φημίζεται για τους καλούς ίππους του («εὐίππου πατρίδος ἡμετέρης», Καλλ.).

Greek Monotonic

εὔιππος: -ον, λέγεται για πρόσωπα, αυτός που διαθέτει καλά άλογα, αυτός που ευχαριστιέται με τα καλά άλογα, σε Ομηρ. Ύμν.· υπερθ., σε Ξεν.
2. λέγεται για τόπους, γνωστός, περίφημος για τα άλογά του, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

εὔιππος: славящийся или богатый конями (Ἐλατιονίδη HH; Τυνδαρίδαι Pind.; Κολωνός Soph.; σύμμαχοι Xen.; χώρα Plut.): εὔ. δῶρον подарок, заключающийся в прекрасных конях Soph.

Middle Liddell

εὔ-ιππος, ον
1. of persons, well-horsed, delighting in horses, Hhymn.: Sup., Xen.
2. of places, famed for horses, Soph.

English (Woodhouse)

having fine horses

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)