συμπεριτρέπω: Difference between revisions

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451
m (Text replacement - " τοῡ " to " τοῦ ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπεριτρέπω:''' вместе или одновременно опрокидывать (ἑαυτόν τινι Sext.).
|elrutext='''συμπεριτρέπω:''' [[вместе или одновременно опрокидывать]] (ἑαυτόν τινι Sext.).
}}
}}

Revision as of 13:45, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεριτρέπω Medium diacritics: συμπεριτρέπω Low diacritics: συμπεριτρέπω Capitals: ΣΥΜΠΕΡΙΤΡΕΠΩ
Transliteration A: symperitrépō Transliteration B: symperitrepō Transliteration C: symperitrepo Beta Code: sumperitre/pw

English (LSJ)

A overthrow together with, ἑαυτήν τισι S.E.P. 2.188, cf. 193 (Pass.):—Pass. also, of leaves of heliotrope, τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει Dsc.4.190 (v.l.-φερ-).

German (Pape)

[Seite 986] (s. τρέπω), mit od. zugleich umkehren, umstoßen, S. Emp. pyrrh. 2, 188, oft.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεριτρέπω: περιτρέπω, καταρρίπτω, ἀνατρέπω ὁμοῦ μετά τινος, ἑαυτὴν ἐκείνοις συμπεριτρέπει Σέξτ. Ἐμπ, π. Π. 2. 188, πρβλ. 193, κτλ.

Greek Monolingual

Α
1. ανατρέπω κάτι μαζί με άλλους
2. παθ. συμπεριτρέπομαι
(για τα φύλλα του ηλιοτροπίου) στρέφομαι σε σχέση με κάτι («τῇ τοῦ ἡλίου κλίσει συμπεριτρέπεται», Διοσκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + περιτρέπω «ανατρέπω, αναποδογυρίζω»].

Russian (Dvoretsky)

συμπεριτρέπω: вместе или одновременно опрокидывать (ἑαυτόν τινι Sext.).