συμπαρανήχομαι: Difference between revisions

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482
(1b)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 15: Line 15:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''συμπαρανήχομαι:''' плавать рядом Luc.
|elrutext='''συμπαρανήχομαι:''' [[плавать рядом]] Luc.
}}
}}
{{elnl
{{elnl

Revision as of 13:50, 20 August 2022

German (Pape)

[Seite 984] dep. med., mit od. zugleich nebenher schwimmen, Luc. Tox. 20.

Greek (Liddell-Scott)

συμπαρανήχομαι: νήχομαι πλησίον ὁμοῦ, Λουκ. Τόξ. 20.

French (Bailly abrégé)

nager ensemble près du rivage.
Étymologie: σύν, παρανήχομαι.

Greek Monolingual

Α
συμπαρανέω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + παρανήχομαι «κολυμπώ κοντά σε κάποιον»].

Greek Monotonic

συμπαρανήχομαι: αποθ., κολυμπώ μαζί με κάποιον, παραπλέω κοντά του, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συμπαρανήχομαι: плавать рядом Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμ-παρανήχομαι ernaast meezwemmen.

Middle Liddell


Dep. to swim beside together, Luc.