φλόϊνος: Difference between revisions
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''φλόϊνος:''' тростниковый (ἐσθῆτες Her.; ἡνίαι Eur.). | |elrutext='''φλόϊνος:''' [[тростниковый]] (ἐσθῆτες Her.; ἡνίαι Eur.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:00, 20 August 2022
English (LSJ)
η, ον, A made from the plant φλόος II, = φλέως, ἐσθής φλοΐνη garments thereof, Hdt.3.98; φ. ἡνίαι E.Fr.284; σπυρίς, ψίαθος, Poll.10.178.
German (Pape)
[Seite 1292] von Baumrinde, Bast; ἐσθῆτες, davon gemachte Kleider, Her. 3, 98; Poll. 10, 178; von dem Bast der Wasserpflanze φλέως, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
φλόϊνος: -η, -ον, ἐκ τοῦ φυτοῦ φλέω πεποιημένος, ἐσθῆτες φλόϊναι, ἐνδύματα πεποιημένα ἐξ αὐτοῦ, Ἡρόδ. 3. 98· φλ. ἡνίαι Εὐρ. Ἀποσπ. 286· «φλοΐνην σπυρίδα ἢ ψίαθον ἢ ὁτιδήποτε... ἡ δὲ ὕλη ὅθεν ἐπλέκετο, φλοῦς κατὰ τοὺς Ἴωνας, φλέως δὲ κατὰ τοὺς Ἀττικοὺς» Πολυδ. Ι΄, 178.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
fait d’écorce (φλοιός) ou de l’espèce de roseau φλόος ou φλέως.
Greek Monolingual
-ΐνη, -ον, Α
κατασκευασμένος με υλικό προερχόμενο από το φυτό φλέως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φλέως / φλοῦς «είδος φυτού» (βλ. λ. φλέως) + κατάλ. -ινος (πρβλ. φλέϊνος)].
Greek Monotonic
φλόϊνος: -η, -ον, αυτός που προέρχεται ή ανήκει στο φυτό του νερού φλέως(Ιων. φλοῦς), ἐσθῆτες φλόϊναι, ενδύματα από αυτό, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
φλόϊνος: тростниковый (ἐσθῆτες Her.; ἡνίαι Eur.).