χειρόκμητος: Difference between revisions
ὀφθαλμοὶ γὰρ τῶν ὤτων ἀκριβέστεροι μάρτυρες → the eyes are more accurate witnesses than the ears, the eyes are more exact witnesses than the ears
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''χειρόκμητος:''' сделанный или устроенный руками (человека) (παραδείγματα Plat.; πηγαῖα ὕδατα Arst.). | |elrutext='''χειρόκμητος:''' [[сделанный или устроенный руками]] (человека) (παραδείγματα Plat.; πηγαῖα ὕδατα Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 14:05, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A wrought by hand, παραδείγματα Ti.Locr.94e, cf. Arist.Cael.287b16, Mete.381a30; οἰκήματα Str.2.5.10; χ. ὕδατα, = φρεατιαῖα, of artificial reservoirs, Arist.Mete. 353b25; χ. θεός Heraclit.Ep.4.2; neut. pl. as title of work by [Democr.], Fr.300 (variously corrupted).
German (Pape)
[Seite 1345] von Menschenhänden gearbeitet, gemacht, eingerichtet; πηγαῖα ὕδατα Arist. meteorol. 2, 1, vgl. 4, 3; παραδείγματα Tim. Locr. 94 e; Strab. 3, 5, 6.
Greek (Liddell-Scott)
χειρόκμητος: -ον, εἰργασμένος, πεποιημένος διὰ χειρός, χειροποίητος, παραδείγματα Τίμ. Λοκρ. 94Ε, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Οὐρ. 2. 4, 11, Μετεωρ. 4. 3, 20, Στράβ. 59, 116· χ. τὰ φρεατιαῖα ὕδατα, ἐπὶ φρεάτων καὶ δεξαμενῶν τεχνητῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 2. 1, 6.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
travaillé de main d’homme.
Étymologie: χείρ, κάμνω.
Greek Monolingual
και δωρ. τ. χειρόκματος, -ον, Α
χειροποίητος, φτειαγμένος με το χέρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο)- + -κμητος (< κάμνω), πρβλ. ἀνδρό-κμητος].
Russian (Dvoretsky)
χειρόκμητος: сделанный или устроенный руками (человека) (παραδείγματα Plat.; πηγαῖα ὕδατα Arst.).