ἀπολέμητος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ δὴ τρέφον με τοῦτ' ἐγὼ λέγω θεόν → Denn ich bezeichne das, was mich ernährt, als Gott → Denn was mir Nahrung gibt, bezeichne ich als Gott

Menander, Monostichoi, 490
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπολέμητος:''' не охваченный войной Polyb., Luc.
|elrutext='''ἀπολέμητος:''' [[не охваченный войной]] Polyb., Luc.
}}
}}

Revision as of 14:25, 20 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπολέμητος Medium diacritics: ἀπολέμητος Low diacritics: απολέμητος Capitals: ΑΠΟΛΕΜΗΤΟΣ
Transliteration A: apolémētos Transliteration B: apolemētos Transliteration C: apolemitos Beta Code: a)pole/mhtos

English (LSJ)

ον, A not warred on, Plb.3.90.7, Luc.DDeor.20.12.

German (Pape)

[Seite 311] unbekriegt, χώρα Pol. 3, 90.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπολέμητος: -ον, ὁ μὴ πολεμηθείς, ὁ μὴ ὑποστὰς τὰ δεινὰ τοῦ πολέμου, χώραν πολλῶν χρόνων ἀπολέμητον Πολύβ. 3. 90, 7. Λουκ. Θεῶν Διάλ. 20. 12, κ. ἀλλ.

Spanish (DGE)

-ον
1 contra el que no se ha hecho la guerra χώρα Plb.3.90.7, ἀπολέμητος ἡμῖν ἡ τοῦ πατρὸς ἀρχή el reino de mi padre está libre de guerra Luc.DIud.20.12, τὸ τέλειον γένος Ph.1.513.
2 fig. invencible de la paz de Cristo, Meth.Palm.M.18.389C.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀπολέμητος, -ον) πολεμώ
όποιος δεν έχει υποστεί τα δεινά του πολέμου
νεοελλ.
1. εκείνος που δεν δέχθηκε εχθρική επίθεση
2. αυτός που δεν πολέμησε
μσν.
ο ακαταμάχητος.

Russian (Dvoretsky)

ἀπολέμητος: не охваченный войной Polyb., Luc.