ἡμιόδιος: Difference between revisions
From LSJ
Φιλεῖ δ' ἑαυτοῦ πλεῖον οὐδεὶς οὐδένα → Haud ullus alii quam sibi est amicior → Es liebt ja keiner einen andern mehr als sich
m (Text replacement - " f.l." to " f.l.") |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἡμιόδιος:''' прошедший полпути Arst. | |elrutext='''ἡμιόδιος:''' [[прошедший полпути]] Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 14:40, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, prob. f.l. in Arist. Oec.1352b26.
German (Pape)
[Seite 1169] der über den halben Weg gesetzt ist, l. d., Arist. oec. 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιόδιος: -ον, ἀμφ. γραφ., ὁ ὁδεύσας τὸ ἥμισυ τῆς ὁδοῦ, Ἀριστ. Οἰκ. 2. 34.
Greek Monolingual
ἡμιόδιος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει διανύσει το μισό του δρόμου
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἡμιόδιον
μισή κατά το πλάτος οδός, στενή οδός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + όδιος (< οδός), πρβλ. εισ-όδιος].
Russian (Dvoretsky)
ἡμιόδιος: прошедший полпути Arst.