μιξόμβροτος: Difference between revisions
From LSJ
Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+):" to "$1 $2:") |
|||
Line 23: | Line 23: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μιξόμβροτος:''' наполовину человеческий: μιξόμβροτον [[βοτόν]] Aesch. = Ἰώ. | |elrutext='''μιξόμβροτος:''' [[наполовину человеческий]]: μιξόμβροτον [[βοτόν]] Aesch. = Ἰώ. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:15, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, for μιξόβροτος, A half-human, βοτόν A.Supp. 568 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 189] mit der menschlichen Gestalt gemischt, halb Mensch, βοτὸν ἐςορῶντες δυσχερὲς μιξόμβροτον, Aesch. Suppl. 563.
Greek (Liddell-Scott)
μιξόμβροτος: -ον, ἀντὶ μιξόβροτος, κατὰ τὸ ἥμισυ ἀνθρώπινος, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 569.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à moitié homme.
Étymologie: μίγνυμι, *μβροτός > βροτός.
Greek Monolingual
μιξόμβροτος, -ον (Α)
αυτός που είναι κατά το ήμισυ ανθρώπινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μιξ(ο)- + -μβροτός (< βροτός «θνητός» < μροτός), πρβλ. λησί-μβροτος].
Russian (Dvoretsky)
μιξόμβροτος: наполовину человеческий: μιξόμβροτον βοτόν Aesch. = Ἰώ.