ἑπταβόειος: Difference between revisions
ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eptavoeios | |Transliteration C=eptavoeios | ||
|Beta Code=e(ptabo/eios | |Beta Code=e(ptabo/eios | ||
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> | |Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[of seven bulls'-hides]], σάκος <span class="bibl">Il.7.220</span>,<span class="bibl">222</span>, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>1017</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 18:55, 20 August 2022
English (LSJ)
ον, A of seven bulls'-hides, σάκος Il.7.220,222, etc.; comically, θυμοὶ ἑ. Ar.Ra.1017.
German (Pape)
[Seite 1012] aus sieben (über einander gelegten) Rindshäuten bestehend, σάκος, der siebenhäutige Schild des Ajas Telamonius, Il.; komisch θυμοὶ ἑπταβόειοι Ar. Ran. 1017, fest, unerschütterlich.
Greek (Liddell-Scott)
ἑπταβόειος: -ον, κεκαλυμμένος δι’ ἑπτὰ πτυχῶν βοείου δέρματος, φέρων σάκος... χάλκεον, ἑπταβόειον Ἰλ. Η. 220˙ σάκος αἴολον, ἑπταβόειον ταύρων ζατρεφέων αὐτόθι 222, κτλ.˙ κωμικῶς, θυμοὶ ἑπτ. Ἀριστοφ. Βάτρ. 1017, Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
garni de sept peaux de bœuf.
Étymologie: ἑπτά, βοῦς.
English (Autenrieth)
(βοείη): of seven folds of hide; σάκος, Il. 7.220 ff. (Il.)
Greek Monolingual
ἑπταβόειος, -ον (Α)
1. ο καλυμμένος με επτά επάλληλα βοδινά δέρματα («σάκος... ἑπταβόειον» — ασπίδα χάλκινη ή ξύλινη ντυμένη με επτά δέρματα, Ομ. Ιλ.)
2. μτφ. κωμικά («θυμοὶ ἑπταβόειοι» — θυμοί όσο επτά βοδιών μαζί, Αριστοφ.).
Greek Monotonic
ἑπταβόειος: -ον, αυτός που αποτελείται από εφτά δέρματα βοδιού, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἑπτᾰβόειος:
1) сделанный (сшитый) из семи бычачьих шкур (σάκος Hom., Plut.);
2) шутл. словно обшитый семью шкурами, семишкурный (θυμοί Arph.).
Middle Liddell
ἑπτα-βόειος, ον
of seven bulls'-hides, Il.