ἀναρίτης: Difference between revisions

From LSJ

αὐτόχειρες οὔτε τῶν ἀγαθῶν οὔτε τῶν κακῶν γίγνονται τῶν συμβαινόντων αὐτοῖς → for not with their own hands do they deal out the blessings and curses that befall us

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - " :" to ":")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{FriskDe
{{FriskDe
|ftr='''ἀναρίτης''': {anarítēs}<br />'''Etymology''' : westgriechisch für [[νηρίτης]] (Magnien MSL 21, 59), s. d.<br />'''Page''' 1,103
|ftr='''ἀναρίτης''': {anarítēs}<br />'''Etymology''': westgriechisch für [[νηρίτης]] (Magnien MSL 21, 59), s. d.<br />'''Page''' 1,103
}}
}}

Revision as of 10:55, 21 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνᾱρίτης Medium diacritics: ἀναρίτης Low diacritics: αναρίτης Capitals: ΑΝΑΡΙΤΗΣ
Transliteration A: anarítēs Transliteration B: anaritēs Transliteration C: anaritis Beta Code: a)nari/ths

English (LSJ)

[ῑ], ου, ὁ, A = νηρείτης, Ibyc.22, Epich.42, cf. 114, Herod. 11 (ἀνηρ-). (ῑ not ει acc. to Hdn.Gr.2.475.)

German (Pape)

[Seite 205] ὁ, eine Meerschnecke, Ibyc. frg. 34; Ath. III, 86 b; auch νηρίτης.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνᾱρίτης: [ῑ], -ου, ὁ, = νηρείτης, Ἴβυκ. 34, Ἐπίχ. 23 Ahr.· πρβλ. νηριτοτρόφος. - «ζῷον κοχλιῶδες ἐν πέτραις» Ἡσύχ.

Spanish (DGE)

(ἀνᾱρίτης) v. ἀνηρίτης.

Greek Monolingual

ἀναρίτης, ο (Α)
θαλάσσιο όστρακο πολύχρωμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τύπος των δυτ. ελληνικών διαλέκτων αντί νηρείτης, νηρίτης (όνομα διαφόρων ειδών θαλάσσιων κοχυλιών)].

Frisk Etymological English

See also: νηρίτης

Frisk Etymology German

ἀναρίτης: {anarítēs}
Etymology: westgriechisch für νηρίτης (Magnien MSL 21, 59), s. d.
Page 1,103