περιρρεπής: Difference between revisions
αὐτῇ τῇ ψυχῇ αὐτὴν τὴν ψυχὴν θεωροῦντα ἐξαίφνης ἀποθανόντος ἑκάστου → beholding with very soul the very soul of each immediately upon his death
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - " ’" to "’") |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, | |elnltext=περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:25, 21 August 2022
English (LSJ)
ές, A falling over on one side, opp. ἰσόρροπος, Hp.Art.50; αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῖς γίγνονται τῇ κύστει cause the organs to press on the bladder, Ruf.Ren.Ves.11.
Greek (Liddell-Scott)
περιρρεπής: -ές, ὁ ῥέπων πρὸς τὸ ἕτερον μέρος, ἀντίθετ. τῷ ἰσόρροπος, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817.
Greek Monolingual
-ές, Α περιρρέπω
αυτός που ρέπει, που κλίνει προς το ένα μέρος, αυτός που με την κλίση του ασκεί πίεση προς το ένα μέρος («αἱ πλάγιαι [κλίσεις] περιρρεπεῑς γίνονται τῇ κύστει», Ιπποκρ.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
περιρρεπής -ές [περιρρέπω] omkrullend:. ἵνα μὴ περιρρεπὲς τὸ δέρμα τὸ περὶ τὰς πλευρὰς ᾖ, ἀλλ’ ἰσόρροπον opdat de huid rond de ribben niet omkrult, maar gelijkmatig blijft Hp. Art. 50.