ἀχρωμάτιστος: Difference between revisions

From LSJ

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(op\.) ([\p{Greek}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $3")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene color]] πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.<i>Mete</i>.371<sup>b</sup>9, cf. 377<sup>b</sup>1, σῶμα ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.<i>Od</i>.31.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin color]] ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.<i>Descr</i>.30.5.
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene color]] πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.<i>Mete</i>.371<sup>b</sup>9, cf. 377<sup>b</sup>1, σῶμα ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.[16] 4, de plantas op. [[κεχρωματισμένα]] Thphr.<i>Od</i>.31.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin color]] ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.<i>Descr</i>.30.5.
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:35, 22 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀχρωμάτιστος Medium diacritics: ἀχρωμάτιστος Low diacritics: αχρωμάτιστος Capitals: ΑΧΡΩΜΑΤΙΣΤΟΣ
Transliteration A: achrōmátistos Transliteration B: achrōmatistos Transliteration C: achromatistos Beta Code: a)xrwma/tistos

English (LSJ)

[μᾰ], ον, A uncoloured, Arist.Mete.371b9, 377b1, Thphr.Od.31. Adv. -τως [Lib.]Decl.30.5.

German (Pape)

[Seite 420] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.

Greek (Liddell-Scott)

ἀχρωμάτιστος: -ον, ὁ μὴ κεχρωματισμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 6., 3. 6, 1, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 31. ― Ἐπίρρ. -τως Λιβάν. 4. 1070.

Spanish (DGE)

-ον
1 que no tiene color πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.Mete.371b9, cf. 377b1, σῶμα ἀ. Epicur.Fr.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.Od.31.
2 adv. -ως sin color ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.Descr.30.5.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀχρωμάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει χρωματιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη.

Russian (Dvoretsky)

ἀχρωμάτιστος: бесцветный, неокрашенный (τὰ νέφη Arst.; σῶμα Plut.).