ἀχρωμάτιστος: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene color]] πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.<i>Mete</i>.371<sup>b</sup>9, cf. 377<sup>b</sup>1, σῶμα ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.<i>Od</i>.31.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin color]] ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.<i>Descr</i>.30.5. | |dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[que no tiene color]] πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.<i>Mete</i>.371<sup>b</sup>9, cf. 377<sup>b</sup>1, σῶμα ἀ. Epicur.<i>Fr</i>.[16] 4, de plantas op. [[κεχρωματισμένα]] Thphr.<i>Od</i>.31.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin color]] ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.<i>Descr</i>.30.5. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:35, 22 August 2022
English (LSJ)
[μᾰ], ον, A uncoloured, Arist.Mete.371b9, 377b1, Thphr.Od.31. Adv. -τως [Lib.]Decl.30.5.
German (Pape)
[Seite 420] ungefärbt, Plut. adv. Col. 7.
Greek (Liddell-Scott)
ἀχρωμάτιστος: -ον, ὁ μὴ κεχρωματισμένος, Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 1, 6., 3. 6, 1, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 31. ― Ἐπίρρ. -τως Λιβάν. 4. 1070.
Spanish (DGE)
-ον
1 que no tiene color πνεῦμα ... οὐκ ὁρᾶται, διὰ τὸ ἀχρωμάτιστον εἶναι Arist.Mete.371b9, cf. 377b1, σῶμα ἀ. Epicur.Fr.[16] 4, de plantas op. κεχρωματισμένα Thphr.Od.31.
2 adv. -ως sin color ἀχρωματίστως γὰρ τὸ κάλλος ὁρᾷ παρ' ἑαυτῇ <καὶ> συμμεμόρφωται Lib.Descr.30.5.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀχρωμάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει χρωματιστεί
νεοελλ.
εκείνος που δεν ανήκει σε καμιά πολιτική παράταξη.
Russian (Dvoretsky)
ἀχρωμάτιστος: бесцветный, неокрашенный (τὰ νέφη Arst.; σῶμα Plut.).