διαθερμασία: Difference between revisions

From LSJ

ἀπομυξάμενος, ὦ Δῆμέ, μου πρὸς τὴν κεφαλὴν ἀποψῶ → blow your nose, Demos, and wipe your hand on my head

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''διαθερμᾰσία:''' ἡ согревание (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.).
|elrutext='''διαθερμᾰσία:''' ἡ [[согревание]] (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.).
}}
}}

Revision as of 10:05, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαθερμᾰσία Medium diacritics: διαθερμασία Low diacritics: διαθερμασία Capitals: ΔΙΑΘΕΡΜΑΣΙΑ
Transliteration A: diathermasía Transliteration B: diathermasia Transliteration C: diathermasia Beta Code: diaqermasi/a

English (LSJ)

ἡ, A warming effect, Epicur. Fr.58.

German (Pape)

[Seite 578] ἡ, Durchwärmung, Erhitzung, ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur. bei Plut. adv. Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

διαθερμᾰσία: ἡ, ἡ ἐντελής, ἰσχυρὰ θέρμανσις, Ἀριστοτ. Προβλ. 2. 36, Ἐπίκουρ. παρὰ Πλουτ. 2. 1109F.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
calentamiento, ardor ὑπὸ τοῦ οἴνου Epicur.Fr.[21.1] 3 (= Plu.2.1109e).

Greek Monolingual

η (Α διαθερμασία) διαθερμαίνω
η διαθερμία
αρχ.
πλήρης θέρμανση σε όλη την έκταση.

Russian (Dvoretsky)

διαθερμᾰσία:согревание (αἱ ὑπὸ τοῦ οἴνου διαθερμασίαι Plut.).