διλοχία: Difference between revisions
From LSJ
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διλοχία:''' ἡ двойной лох (см. [[λόχος]]) Polyb. | |elrutext='''διλοχία:''' ἡ [[двойной лох]] (см. [[λόχος]]) Polyb. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:14, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, A double company, Aen.Tact. 15.3, Plb.10.23.4; body of thirty-two men, Ascl.Tact.2.8, Arr.Tact. 10.1.
Greek (Liddell-Scott)
διλοχία: ἡ, διπλοῦς λόχος, Πολύβ. 10. 23, 4· σῶμα ἐκ 32 ἀνδρῶν, Ἀρρ. Τακτ. 10. 1· ― διλοχίτης [ῑ], -ου, ὁ, ὁ ἀρχηγὸς διλοχίας, ὁ αὐτ.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
milit. compañía doble compuesta de dos λόχοι Aen.Tact.15.3, Plb.10.23.4, formada por treinta o treinta y dos hombres, Ascl.Tact.2.8, 3.4, Arr.10.1.
Greek Monolingual
η (Α διλοχία)
νεοελλ.
στρατιωτικό σώμα το οποίο αποτελείται από δύο λόχους
αρχ.
στρατιωτικό σώμα με τριανταδύο άντρες.
Russian (Dvoretsky)
διλοχία: ἡ двойной лох (см. λόχος) Polyb.