θαλαμοποιός: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐπ' ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος → man will not live by bread alone (Matthew 4:4, Luke 4:4)
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θᾰλᾰμοποιός:''' ὁ готовящий брачный покой Aesch. | |elrutext='''θᾰλᾰμοποιός:''' ὁ [[готовящий брачный покой]] Aesch. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:15, 23 August 2022
English (LSJ)
όν, A preparing the bed-chamber: Θαλαμοποιοί, name of a play of Aeschylus, Poll.7.122.
German (Pape)
[Seite 1182] das Brautgemach bereitend, Titel eines Stückes des Aesch. bei Poll. 7, 122.
Greek (Liddell-Scott)
θᾰλᾰμοποιός: -όν, παρασκευάζων, ἑτοιμάζων τὸν θάλαμον ἢ τὸν κοιτῶνα· - Θαλαμοποιοί, ὄνομα δράματός τινος τοῦ Αἰσχύλ., Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 73, Πολυδ. Ζ, 122.
Greek Monolingual
θαλαμοποιός, -όν (Α)
1. αυτός που προετοιμάζει τον θάλαμο
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) Θαλαμοποιοί
τίτλος δράματος του Αισχύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάλαμος + -ποιός (< ποιώ), πρβλ. βροχοποιός, θαυματοποιός).
Russian (Dvoretsky)
θᾰλᾰμοποιός: ὁ готовящий брачный покой Aesch.