στεφανίσκος: Difference between revisions

From LSJ

λέγεται δὲ καὶ κλῶνας αὐτῆς θύραις ἢ θυρίσι προστεθέντας ἀποκρούειν τὰς τῶν φαρμάκων κακουργίας → its branches attached to doors or windows are said to repel the evil of spells

Source
(4)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''' [ὁἡ]) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z\(])" to "$1 $2 $3")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''στεφᾰνίσκος:''' ὁ веночек Anacr.
|elrutext='''στεφᾰνίσκος:''' ὁ [[веночек]] Anacr.
}}
}}

Revision as of 10:23, 23 August 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεφᾰνίσκος Medium diacritics: στεφανίσκος Low diacritics: στεφανίσκος Capitals: ΣΤΕΦΑΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: stephanískos Transliteration B: stephaniskos Transliteration C: stefaniskos Beta Code: stefani/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of στέφανος, Anacr.54, Anacreont.42.15, SIG1106.122 (Cos, iv/iii B.C.), Dsc.1.30.4, Longus 1.9, al.: also στεφᾰν-ίσκη, ἡ, Theognost.Can.110.

German (Pape)

[Seite 939] ὁ, dim. zu στέφανος, Kränzchen, Anacr. 40, 5. 42, 15.

Greek (Liddell-Scott)

στεφᾰνίσκος: ὁ, ὑποκορ. τοῦ στέφανος, Ἀνακρ. 54, Ἀνακρεόντ. 45. 15· ὡσαύτως -ίσκη, ἡ, Θεογνώστ. Καν. 110.

Greek Monolingual

ὁ, Α
υποκορ. μικρός στέφανος, στεφανάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στέφανος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. οβελ-ίσκος)].

Russian (Dvoretsky)

στεφᾰνίσκος:веночек Anacr.