προσφυή: Difference between revisions
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''προσφυή:''' ἡ сращение, приращенность ([[ἀκίνητος]] ἐκ τῆς προσφυῆς Arst.). | |elrutext='''προσφυή:''' ἡ [[сращение]], [[приращенность]] ([[ἀκίνητος]] ἐκ τῆς προσφυῆς Arst.). | ||
}} | }} |
Revision as of 10:55, 23 August 2022
English (LSJ)
ἡ, (προσφύω) A = πρόσφυσις ΙΙ, dub. in Arist.HA528a33. 2 pl., supernumerary teeth, Hippiatr.95.
German (Pape)
[Seite 787] ἡ, = πρόσφυσις, Arist. H. A. 4, 4, 4.
Greek (Liddell-Scott)
προσφυή: ἡ, (προσφύω) = πρόσφυσις ΙΙ, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 8.
Greek Monolingual
ἡ, ΜΑ προσφύω
μσν.
στον πληθ. αἱ προσφυαί
υπεράριθμα δόντια
αρχ.
(αμφβλ. γρφ.) πρόσφυση, προσκόλληση.
Russian (Dvoretsky)
προσφυή: ἡ сращение, приращенность (ἀκίνητος ἐκ τῆς προσφυῆς Arst.).