συοβαύβαλος: Difference between revisions
From LSJ
μηδενί δίκην δικάσῃς πρίν ἀμφοῖν μῦθον ἀκούσῃς → do not give your judgement on anything until you have heard a speech on both sides
m (Text replacement - "(<b class="b2">)([\w\s'-]+)(<\/b>)" to "$2") |
mNo edit summary |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=syovayvalos | |Transliteration C=syovayvalos | ||
|Beta Code=suobau/balos | |Beta Code=suobau/balos | ||
|Definition= | |Definition=[[of a pigsty]] or [[from a pigsty]], <b class="b3">σ. λόγος</b> a [[swineherd]]'s song, <span class="bibl">Cratin.312</span>:—as [[substantive]] (sc. [[σταθμός]]) [[pig-sty]], Hsch., Phot.</span> | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Revision as of 11:02, 23 August 2022
English (LSJ)
of a pigsty or from a pigsty, σ. λόγος a swineherd's song, Cratin.312:—as substantive (sc. σταθμός) pig-sty, Hsch., Phot.
Greek (Liddell-Scott)
συοβαύβᾰλος: ὁ ἐκ συφεοῦ ἢ συβώτου προερχόμενος, λόγος τις ὑπῆλθ’ ἡμᾶς ἀμαθὴς συοβαύβαλος Κρατῖν. ἐν Ἀδήλ. 33, ἔνθα ἴδε Meineke· ― ὡς οὐσιαστ. (ἐξυπακ. τοῦ σταθμός),· «συοβαύβαλοι· συῶν αὐλιστήρια ἢ κοιμητήρια» Ἡσύχ.· «συοβαύβαλοι ἐν οἷς οἱ σύες εὐγάζονται» Φώτ.
Greek Monolingual
και συβαύβαλος, ὁ, Α
1. ο συφεός. το χοιροστάσιο
2. (με σημ. επιθ.) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συφεό, στον χώρο όπου κοιμούνται τα γουρούνια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς, συός «χοίρος» + βαυβῶ «κοιμάμαι» + επίθημα -αλος (πρβλ. πάσσ-αλος)].